καταξοδεύομαι

καταξοδεύομαι
καταξοδεύομαι, καταξοδεύτηκα βλ. πίν. 18
——————
Σημειώσεις:
καταξοδεύομαι : στην παθητική φωνή διαφοροποιείται η έννοια του ρ. ( κάνω πολλά έξοδα).
Μόνο με την έννοια ξοδεύω ολοκληρωτικά κάτι (π.χ. χρήματα) υπάρχει αντιστοιχία ενεργητικής και παθητικής φωνής, ενώ απαντάται και η μτχ. καταξοδεμένος.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταδαπανώ — (AM καταδαπανῶ, άω) 1. ξοδεύω άσκοπα και ασυλλόγιστα, κατασπαταλώ (α. «καταδαπάνησε όλη την περιουσία τού πατέρα του στα χαρτιά» β. «κἄν μὴ καταδαπανήσωσι τὴν οὐσίαν», Αριστοτ.) 2. μέσ. καταδαπανώμαι, άομαι υποβάλλω τον εαυτό μου σε μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • συνεξαναλίσκομαι — Α καταξοδεύομαι μαζί με κάτι άλλο («κατὰ μισθοφοροῡσα συνεξαναλωθῇ τοῑς χρήμασιν», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαναλίσκομαι «ξοδεύω, κατασπαταλώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”